- λιπομαρτυρία
- ητο να μην εμφανιστεί κάποιος μάρτυρας στο δικαστήριο: Πλήρωσε πρόστιμο για λιπομαρτυρία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λιπομαρτυρία — η [λιπομάρτυρας] η μη προσέλευση στο δικαστήριο ή στις ανακριτικές αρχές τού μάρτυρα ο οποίος κλητεύθηκε νομίμως … Dictionary of Greek
λιπομαρτύριον — λιπομαρτύριον, τὸ (Α) 1. η μη προσέλευση μάρτυρα στο δικαστήριο, η λιπομαρτυρία 2. φρ. «λιπομαρτυρίου δίκη» η δίκη που εγειρόταν από έναν διάδικο εναντίον μάρτυρα ο οποίος είχε υποσχεθεί ότι θα καταθέσει αλλά δεν προσήλθε στο δικαστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek